- ἱκτήριος
- ἱκτήριος, von den Haaren, die bei der Trauer zu Ehren der Toten abgeschnitten werden; auch von Menschen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ικτήριος — ἱκτήριος, ία, ον (Α) βλ. ικετή ριος … Dictionary of Greek
ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα … Dictionary of Greek
ἱκτηρίας — ἱκτηρίᾱς , ἱκετήριος of fem acc pl ἱκτηρίᾱς , ἱκετήριος of fem gen sg (attic doric aeolic) ἱκτηρίᾱς , ἱκτήριος of fem acc pl ἱκτηρίᾱς , ἱκτήριος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτήριον — ἱκετήριος of masc acc sg ἱκετήριος of neut nom/voc/acc sg ἱκτήριος of masc acc sg ἱκτήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
молебный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. ἱκτήριος) содержащий молитву, прошение … Словарь церковнославянского языка
ἱκτηρίοις — ἱκετήριος of masc/neut dat pl ἱκτήριος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτήρια — ἱκετήριος of neut nom/voc/acc pl ἱκτήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτήριοι — ἱκετήριος of masc nom/voc pl ἱκτήριος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)